- βαλανηφάγος
- βαλανηφάγος, ο (Α)αυτός που τρώει βαλανίδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < βάλανος + -φαγος < φαγείν, απρμφ. αόρ. β' του εσθίω, με -ᾱ- (ιων. αττ. -η-) αντί -ο- προς αποφυγή τριών βραχείων συλλαβών].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαλανηφάγος — acorn eating masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανηφάγον — βαλανηφάγος acorn eating masc/fem acc sg βαλανηφάγος acorn eating neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανηφάγοι — βαλανηφάγος acorn eating masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανηφάγους — βαλανηφάγος acorn eating masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάλανος — (balanus). Γένος θυσανοπόδων μαλακίων της οικογένειας των βαλανιδών. Ζουν κολλημένα στους βράχους ή επάνω σε όστρακα διαφόρων μαλακίων, σε όλες τις θάλασσες, ακόμη και στις λιμνοθάλασσες. Ορισμένα είδη βρίσκονται και στις ελληνικές ακτές. Συνήθως … Dictionary of Greek
βαλανηφαγία — βαλανηφαγία, η (Α) [βαλανηφάγος] το να τρώει κανείς βαλανίδια … Dictionary of Greek